πυρρώδης

πυρρώδης
-ες, Α [πυρρός]
1. ο πυρρόχρους
2. εσφ. γρφ
τού ῥυπώδης*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”